- χαρατσώνω
- χαρατσώνω, χαράτσωσα βλ. πίν. 3
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
χαρατσώνω — Ν [χαράτσι] 1. επιβάλλω και εισπράττω χαράτσι 2. μτφ. α) επιβάλλω και εισπράττω βαρείς φόρους ή υπέρογκα πρόστιμα β) αποσπώ χρήματα με εύσχημο τρόπο … Dictionary of Greek
χαρατσώνω — χαράτσωσα, χαρατσώθηκα, χαρατσωμένος 1. φορολογώ πολύ κάποιον. 2. αναγκάζω κάποιον να μου δώσει κάτι παρά τη θέλησή του: Σήμερα με χαρατσώσανε οι κυρίες του εράνου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαράτσωμα — ώματος, το, Ν [χαρατσώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χαρατσώνω, η επιβολή και είσπραξη κεφαλικού φόρου 2. μτφ. α) η επιβολή βαριάς φορολογίας ή μεγάλου και αναιτιολόγητου προστίμου σε κάποιον β) απόσπαση χρημάτων με εύσχημο τρόπο γ) κάθε … Dictionary of Greek
φορολογώ — φορολόγησα, φορολογήθηκα, φορολογημένος 1. επιβάλλω φόρους ή δασμούς, δασμολογώ. 2. εισπράττω φόρους ή δασμούς, χαρατσώνω. 3. επιβάλλω σε κάποιον κάποια δαπάνη, του αποσπώ χρήματα για κάποιο σκοπό, τον χαρατσώνω: Με φορολόγησε με πέντε λαχνούς… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαράτσωμα — το, ατος 1. η πράξη και το αποτέλεσμα του χαρατσώνω, η επιβολή μεγάλου φόρου. 2. κάθε μεγάλη δαπάνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)